παμπησία

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπησία Medium diacritics: παμπησία Low diacritics: παμπησία Capitals: ΠΑΜΠΗΣΙΑ
Transliteration A: pampēsía Transliteration B: pampēsia Transliteration C: pampisia Beta Code: pamphsi/a

English (LSJ)

ἡ, (πέπαμαι)

   A entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.

Greek (Liddell-Scott)

παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.

Greek Monolingual

παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].

Greek Monotonic

παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παμπησία: ἡ полное обладание (κτημάτων Aesch.): ἥδε σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.