πιλίον
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
τό, Dim. of
A πῖλος 11, Arist.Fr.235, PCair.Zen.659.23 (iii B. C.), PTeb.230 (ii B. C.), Plb.35.6.4, Plu.Flam.13. 2 name of a bandage, Sor.Fasc.2.
German (Pape)
[Seite 615] τό, wie πιλίδιον, dim. von πῖλος, = πίλεος, Pol. 35, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῖλος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 226, Πολύβ. 35. 6, 4, Πλουτ. Φλαμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bonnet de feutre.
Étymologie: dim. de πῖλος.
Greek Monolingual
τὸ, Α πίλος
1. μικρός πίλος («ξύρεσθαί τε τὰς κεφαλὰς καὶ πιλία φορεῑν», Πλούτ.)
2. ονομασία επιδέσμου.
Greek Monotonic
πῑλίον: τό, υποκορ. του πῖλος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῑλίον: τό Arst., Polyb., Plut. = πιλίδιον.