προσχράομαι

From LSJ
Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχράομαι Medium diacritics: προσχράομαι Low diacritics: προσχράομαι Capitals: ΠΡΟΣΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proschráomai Transliteration B: proschraomai Transliteration C: proschraomai Beta Code: prosxra/omai

English (LSJ)

   A use or avail oneself of a thing besides, τινι Arist.Rh. 1358b19; but more freq. simply, use, τινὶ εἴς τι Pl.Cra.435c; χάριν τοῦ σίτου Id.Criti.115a; τούτοις ταῦτα Id.Phlb.44d: c. dupl. dat., ὥσπερ μάντεσι π. τισί ib.c; [θεράπουσι] πρὸς τὰς διακονίας Arist.Pol.1263a20, cf.Ph.200b19, LXXEs.8.13 (16.17), etc.; νόμῳ BGU1127.21 (i B.C.):— Pass., τὰ -χρησθέντα CPHerm.92.11 (iii A.D.).    II abuse, [παιδίσκῃ] dub. sens. in PSI4.406.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. χράομαι), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

προσχράομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος προσέτι, τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., ὥσπερ μάντεσι πρ. τισι αὐτόθι C.

French (Bailly abrégé)

se servir en outre de : τινι.
Étymologie: πρός, χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσχράομαι: пользоваться (ἀλλοτρίῳ ὀνόματι Plat.): π. τινι εἴς или πρός τι и χάριν τινός Plat. употреблять что-л. для или в качестве чего-л.