πυρπόλος

From LSJ
Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπόλος Medium diacritics: πυρπόλος Low diacritics: πυρπόλος Capitals: ΠΥΡΠΟΛΟΣ
Transliteration A: pyrpólos Transliteration B: pyrpolos Transliteration C: pyrpolos Beta Code: purpo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A wasting with fire, burning, κεραυνός E.Supp.640.    II Pass., ἄστη δέ τε π. θήσει wasted by fire, Orac. ap. Phleg.Fr.36.3 J.

German (Pape)

[Seite 824] sich im Feuer aufhaltend, mit Feuer verkehrend, mit Feuer verwüstend, κεραυνός, Eur. Suppl. 640; auch Beiwort des Bacchus, entweder weil er im Feuer unter Zeus' Blitzen und Donnern erzeugt ward, oder weil man bei seiner nächtlichen Feier Feuer und Fackeln anzündete. – Auch = durch Feuer verwüstet, ἄστη δὲ πυρπόλα θήσει Phlegon Mrab. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπόλος: ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. πυρπολέω ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ πυρός, Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ravage par le feu;
2 dévasté par le feu.
Étymologie: πῦρ, πολέω.

Greek Monolingual

και πυρίπολος, -ον, Α
1. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει κάτι με τη φωτιά («ὅν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῑ», Ευρ.)
2. (με παθ. σημ.) ο ερημωμένος από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πόλος (< πέλομαι), βλ. λ. πυρπολώ].

Greek Monotonic

πυρπόλος: -ον (πολέω), αυτός που καταστρέφει με τη φωτιά, φλεγόμενος, κεραυνός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρπόλος -ον [πῦρ, πέλομαι] verbrandend, verzengend.

Russian (Dvoretsky)

πυρπόλος: уничтожающий огнем, сжигающий (κεραυνός Eur.).