σίκλος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ὁ,= σίγλος (q.v.):—Dim. σικλίον, τό, Ps.-Gal.19.773.
German (Pape)
[Seite 880] ὁ, = σίγλος, w. m. s. Auch ein Maaß, s. v. a. μέδιμνος, Pol. bei Ath. VIII, 331.
Greek (Liddell-Scott)
σίκλος: ὁ, = σίγλος, ὃ ἴδε· - ὑποκορ. σικλίον, τό, Ψευδο-Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sicle, monnaie persane (de 7,5 oboles).
Étymologie: emprunté, sémit. sheqel.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
βλ. σίγλος.
Russian (Dvoretsky)
σίκλος: ὁ v. l. = σίγλος.