σμιλίον

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλίον Medium diacritics: σμιλίον Low diacritics: σμιλίον Capitals: ΣΜΙΛΙΟΝ
Transliteration A: smilíon Transliteration B: smilion Transliteration C: smilion Beta Code: smili/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σμίλη, ἰατρικὸν σ.

   A scalpel, Plu. 2.60a, cf. S.E. M.9.207, Dsc.Eup.1.44; of a drug producing the same effect, Paul. Aeg.3.23.13, 7.17.12; of an eye-salve, written zmilion, Cels.6.6.18.    2 shoemaker's knife, Luc.Gall.26; penknife, written σμηλίον, POxy.326 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. vom Vorigen, scalpellum; Luc. Gall. 26; S. Emp. adv. phys. 1, 207.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλίον: τό, ὑποκρ. τοῦ σμίλη, Λατ. scalpellum, Πλούτ. 2. 60Α, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bistouri, petit scalpel.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

και σμηλίον, τὸ, Α σμίλη
(υποκορ. του σμίλη)
1. είδος κολλυρίου
2. κοπίδι υποδηματοποιοῡ, φαλτσέτα
3. κοντυλομάχαιρο
4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον»
α) χειρουργική γλυφίδα
β) είδος δραστικοῡ φαρμάκου.

Greek Monotonic

σμῑλίον: τό, υποκορ. του σμίλη, Λατ. scalpellum, σκαρπέλο, κοπίδι, νυστέρι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σμῑλίον: τό небольшой нож (σ. ἰατρικόν Plut.).