συνακμάζω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνακμάζω Medium diacritics: συνακμάζω Low diacritics: συνακμάζω Capitals: ΣΥΝΑΚΜΑΖΩ
Transliteration A: synakmázō Transliteration B: synakmazō Transliteration C: synakmazo Beta Code: sunakma/zw

English (LSJ)

   A blossom or flourish at the same time, of plants, AP 11.417; of persons, Ἰφίτῳ σ. with Iphitus, Arist.Fr.533, cf. Plb.6.43.6, 31.26.3, Gal.15.455: abs., flourish together, Plu.TG3.    II συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων αὔξησιν rise to a great occasion, Plb.16.28.1.

German (Pape)

[Seite 997] zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνακμάζω: ἀκμάζω συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., μετὰ τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., ἀκμάζω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. συνακμάζω ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 16. 28, 1.

French (Bailly abrégé)

être en même temps dans toute sa force, être florissant avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀκμάζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.)
2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως
μσν.
παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)
αρχ.
φρ. «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να είναι κάτι στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για κάτι (Πολ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.)
2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως
μσν.
παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)
αρχ.
φρ. «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να είναι κάτι στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για κάτι (Πολ.).

Greek Monotonic

συνακμάζω: μέλ. -σω, ακμάζω, ανθώ συγχρόνως, λέγεται για φυτά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνακμάζω: 1) вместе цвести, одновременно быть в цвету Anth.;
2) вместе процветать, быть в расцвете сил: μὴ συνακμασάντων Plut. так как расцвет деятельности их (каждого из Гракхов) относится к разным временам; Ἰφίτῳ συνακμάσαι λέγουσιν αὐτόν Plut. говорят, что он (Ликург) был современником Ифита;
3) напрягать все силы, всячески добиваться: σ. ταῖς ὁρμαῖς πρός τι Polyb. прилагать все усилия к достижению чего-л.