συνεκθερμαίνω
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
A make hot like oneself, Id.Pomp. 8, Gal.7.387:—Pass., Hp.Vict.2.66.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich erwärmen, Plut. Pomp. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκθερμαίνω: θερμαίνω ὁμοῦ, συνεκκαίω, Πλουτ. Πομπ. 8, Γαλην. τ. 7, σ. 146.
French (Bailly abrégé)
réchauffer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκθερμαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. εκθερμαίνω συγχρόνως
2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»].
Greek Monolingual
Α
1. εκθερμαίνω συγχρόνως
2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκθερμαίνω tegelijk geheel verwarmen: pass..; ὥστε συνεκθερμανθῆναι ὅλον τὸ σῶμα zodat het hele lichaam mee verwarmd wordt Hp. Vict. 2.66; overdr. mee opwarmen, tegelijk heet maken:. τοῦ Μετέλλου τὸ μάχιμον... ἤδη σβεννύμενον ὑπὸ γήρως αὖθις συνεξεθέρμαινεν de strijdvaardigheid van Metellus, al uitgeblust door de ouderdom, liet hij weer helemaal (met die van hemzelf mee) oplaaien Plut. Pomp. 8.6.
Russian (Dvoretsky)
συνεκθερμαίνω: досл. одновременно подогревать, перен. воспламенять (τὸ μάχιμόν τινος Plut.).