συνεκπέσσω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Att. συνεκπέττω,
A digest, get rid of by digestion, Arist.Pr.868a30, Plu.2.647e, Ael.VH12.37; help to digest, Plu.2.648f. II assist in ripening, Thphr.CP4.9.5; make mild, mellow, οἶνον Plu.2.676b, al.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. πέσσω), att. -ττω, mit oder zugleich aus- od. gar kochen, reif machen, verdauen helfen; Arist. probl. 2, 21; Plut.; übertr., zugleich mildern, mäßigen, καὶ ἀμβλύνειν τὸ κραιπαλῶδες Plut. Symp. 3, 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπέσσω: Ἀττικ. -ττω, μέλλ. -πέψω· βοηθῶ εἰς τὴν ἐντελῆ χώνευσιν, Ἀριστ. Προβλ. 2. 21, 1, Πλούτ. 2. 647D. II. βοηθῶ εἰς ὡρίμασιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 5· συντελῶ εἰς χώνευσιν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 37· ― μεταφορ., ποιῶ τι μαλακὸν ἢ ὥριμον ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 648F, 644Ε, 676Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 aider à adoucir, à atténuer par la digestion;
2 aider à digérer ; fig. adoucir ou alléger en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνεκπέττω Α
1. χωνεύω κάτι εντελώς
2. συντελώ στην πλήρη πέψη
3. βοηθώ στην ωρίμανση
4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»].
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνεκπέττω Α
1. χωνεύω κάτι εντελώς
2. συντελώ στην πλήρη πέψη
3. βοηθώ στην ωρίμανση
4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκπέσσω: атт. συνεκπέττω
1) помогать переваривать, давать образоваться (τὰ περιττώματα Arst.);
2) совместно смягчать, умерять (τὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμιάσεις Plut.);
3) облегчать (τὸ κραιπαλῶδες Plut.).