συνεκπέσσω
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
Att. συνεκπέττω,
A digest, get rid of by digestion, Arist.Pr.868a30, Plu.2.647e, Ael.VH12.37; help to digest, Plu.2.648f.
II assist in ripening, Thphr. CP 4.9.5; make mild, mellow, οἶνον Plu.2.676b, al.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. πέσσω), att. -ττω, mit oder zugleich aus- od. gar kochen, reif machen, verdauen helfen; Arist. probl. 2, 21; Plut.; übertr., zugleich mildern, mäßigen, καὶ ἀμβλύνειν τὸ κραιπαλῶδες Plut. Symp. 3, 1, 3.
French (Bailly abrégé)
1 aider à adoucir, à atténuer par la digestion;
2 aider à digérer ; fig. adoucir ou alléger en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέσσω.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπέσσω: атт. συνεκπέττω
1 помогать переваривать, давать образоваться (τὰ περιττώματα Arst.);
2 совместно смягчать, умерять (τὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμιάσεις Plut.);
3 облегчать (τὸ κραιπαλῶδες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπέσσω: Ἀττικ. -ττω, μέλλ. -πέψω· βοηθῶ εἰς τὴν ἐντελῆ χώνευσιν, Ἀριστ. Προβλ. 2. 21, 1, Πλούτ. 2. 647D. II. βοηθῶ εἰς ὡρίμασιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 5· συντελῶ εἰς χώνευσιν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 37· ― μεταφορ., ποιῶ τι μαλακὸν ἢ ὥριμον ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 648F, 644Ε, 676Β, κτλ.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνεκπέττω Α
1. χωνεύω κάτι εντελώς
2. συντελώ στην πλήρη πέψη
3. βοηθώ στην ωρίμανση
4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»].