Χάλυψ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek (Liddell-Scott)
Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, ἔθνος τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος˙ οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1˙ (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)˙ ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος σίδηρος, κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260˙ ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182˙ - ὡσαύτως χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729˙ τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983˙ χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6.
Greek Monotonic
Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ,
I. έθνος των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την παρασκευή χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες, σε Αισχύλ.
II. ως προσηγ., χάλυψ, σκληρυμένος σίδηρος, ατσάλι, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Χάλυψ: ῠβος ὁ sing. к Χάλυβες.