κακηγόρος

From LSJ
Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ-ηγόρος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.