κωβιός

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωβιός Medium diacritics: κωβιός Low diacritics: κωβιός Capitals: ΚΩΒΙΟΣ
Transliteration A: kōbiós Transliteration B: kōbios Transliteration C: kovios Beta Code: kwbio/s

English (LSJ)

ὁ, a fish of the

   A gudgeon kind, Semon.15, Epich.66, Hp. Int.21, Pl.Euthd.298d, Antiph.26.19, Men.Kol.Fr.7.    II = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71.

German (Pape)

[Seite 1540] ὁ (od. nach Arcad. p. 42, 3 κωβίος), ein Fisch; Hippocr.; Plat. Euthyd. 298 d; Arist. H. A. 6, 13. 8, 19; Comic. bei Ath. VII, 309 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

κωβιός: ὁ, Λατ. gobius ἢ gobio, ὡς καὶ νῦν ὁ ἰχθὺς «γωβιὸς» ἢ «σγουβιός», Ἐπίχ. 41 Ahr., Σιμων. παρ’ Ἀθην. 106Ε, Ἱππ. 543. 40, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
goujon, poisson.
Étymologie: DELG emprunt prob. à une langue médit.

Greek Monolingual

ο (AM κωβιός)
κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός
αρχ.
δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cobius και gobius, cobio και gobio].

Greek Monotonic

κωβιός: ὁ, ψάρι, «κοκοβιός», σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κωβιός: или κωβίος ὁ пескарь Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωβιός -οῦ, ὁ soort vis, wsch. grondel.