ποδοκτύπη
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A dancing-girl, Luc. Lex.8.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Tänzerinn, Luc. Lexiph. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοκτύπη: ἡ, κόρη ὀρχηστρίς, Λουκ. Λεξιφάν. 8.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
danseuse, propr. celle qui frappe du pied la terre.
Étymologie: πούς, κτυπέω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χορεύτρια που χτυπά δυνατά τα πόδια στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κτυπῶ].
Russian (Dvoretsky)
ποδοκτύπη: (ῠ) ἡ танцовщица Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδοκτύπη -ης, ἡ [πούς, κτυπέω] danseres.