προσανερωτάω
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
A ask or inquire further, π. ὁποῖα . . Pl.Men.74c, cf. Ruf.Interrog.3, Gal. 11.188.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
προσανερωτάω: ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ περαιτέρω, προσέτι, πρ. ὁποῖα..., Πλάτ. Μένων 74C· εἰ... Κλήμ. Ἀλ. 919.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
questionner en outre.
Étymologie: πρός, ἀνερωτάω.
Greek Monotonic
προσανερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσανερωτάω: сверх того спрашивать: καὶ εἴ γε προσανηρώτα σε, ὁποῖα, ἔλεγες ἄν; Plat. ну, а если я тебя спрошу еще, какие именно (фигуры), скажешь ты?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανερωτάω bovendien vragen.