προβιβάς
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ν. προβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
προβῐβάς: ἴδε ἐν λέξ. προβαίνω.
French (Bailly abrégé)
v. *προβίβημι.
English (Autenrieth)
see προβαίνω.
Greek Monotonic
προβῐβάς: μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
προβῐβάς: эп. part. praes. к * προβίβημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβιβάς ep. ptc. praes. act. van προβαίνω.