σίσυρνα

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίσυρνα Medium diacritics: σίσυρνα Low diacritics: σίσυρνα Capitals: ΣΙΣΥΡΝΑ
Transliteration A: sísyrna Transliteration B: sisyrna Transliteration C: sisyrna Beta Code: si/surna

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,= σισύρα (q.v.),

   A garment of skin, Alc.128 Diehl, Hdt.4.109, 7.67; τῆς σ. τῆς λεοντέας A.Fr.109; also σίσυρνος, ὁ (a kind of bandage, cf. σίσυρος), and σίσυρνον, τό, Hsch.:—Dim. σισύρνιον, τό, to be read in Sch. Theoc.5.15.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, = σισύρα; v. l. bei Her. 4, 109. 7, 67; Aesch. frg. 96; auch vom Schol. Ar. Ran. 1455 erwähnt; Schol. Av. 122 von σισύρα unterschieden; vgl. Poll. 7, 70.

Greek (Liddell-Scott)

σίσυρνα: ἡ, = σισύρα, ἔνδυμα ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως σίσυρνος, ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. σισύρα.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σισύρα.

Greek Monotonic

σίσυρνα: ἡ, = σισύρα, ένδυμα, χλαίνη από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίσυρνα -ας, ἡ zie σισύρα.