σπερμολογία
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
English (LSJ)
ἡ,
A babbling, gossip, Plu.Alc.36, 2.65b, etc.
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, αδολεσχία, φημολογία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σπερμολογία: ἡ пустословие, бахвальство Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.