σταμίν

From LSJ
Revision as of 08:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰμίν Medium diacritics: σταμίν Low diacritics: σταμίν Capitals: ΣΤΑΜΙΝ
Transliteration A: stamín Transliteration B: stamin Transliteration C: stamin Beta Code: stami/n

English (LSJ)

or στᾰμίς, ὁ, nom. pl.

   A σταμίνες Poll.1.92, Hsch.; acc. pl. σταμῖνας Moschio (v. infr.); Ep. dat. pl. στᾰμῐνεσσι: (ἵστημι):—in pl., the ribs or frame-timbers of a ship, which stand up from the keel (expld. as ὀρθὰ ξύλα, οἷον στήμοσιν ἐοικότα, Aristarch. ap. EM724.56), Od.5.252, Poll. l.c., Nonn.D.40.446: but = ἐπηγενίδες in Moschio ap.Ath.5.206f,207b.

German (Pape)

[Seite 929] od. richtiger σταμίς, ίνος, ἡ, alles in die Höhe Stehende; bes. die Rippen od. Seitenbalken am Schiffe, die vom Kiel aus in die Höhe stchen, ἴκρια ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι, Bretter an die dicht neben einander stehenden Rippen fügend, Od. 5, 252; vgl. Poll. 1, 92; Moschio Ath. V, 206 f, wo σταμῖνας steht. – [Nach Drac. p. 83, 1 soll ι in den mehr als zweisylbigen Casus lang sein, wogegen die Stelle des Hom. spricht.]

Greek (Liddell-Scott)

στᾰμίν: ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι εἶναι ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα πτῶσις· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα ἅπερ ἐγείρονται ἑκατέρωθεν στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, οἷον στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. ἴκρια), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, Πολυδ. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, ὅστις ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ ἐπηγκενίδες, πλημμελῶς ὅμως.

French (Bailly abrégé)

att. c. σταμίς.

Russian (Dvoretsky)

στᾰμίν: и στᾰμίς, ῖνος ὁ (ῑ; только dat. pl. σταμίνεσσι) корабельное ребро, поперечный брус, шпангоут Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταμίν of σταμίς -ῖνος, ὁ [ἵστημι] nom. komt niet voor; alleen dat. plur. σταμίνεσσι, rib, spant (deel van het geraamte van een schip). Od. 5.252.