στομάλιμνον
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
τό,= foreg., Theoc.4.23.
German (Pape)
[Seite 948] τό, = στομαλίμνη, f. L. bei Theocr. 4, 23.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η στομαλίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
στομάλιμνον: τό лиман Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.