συγκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθεύδω Medium diacritics: συγκαθεύδω Low diacritics: συγκαθεύδω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: synkatheúdō Transliteration B: synkatheudō Transliteration C: sygkatheydo Beta Code: sugkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

German (Pape)

[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.

French (Bailly abrégé)

dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monotonic

συγκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τινί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθεύδω: спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.