συνηδύνω
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
A sweeten or make pleasant to the taste, τὸν ἄρτον Plu.2.668f; -ηδυσμένη τροφή ib.661b, cf. Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l. συνοδευέσθω), Paul.Aeg.2.41. 2 generally, help in cheering, Arist.EN1126b30.
Greek (Liddell-Scott)
συνηδύνω: ἡδύνω, «γλυκαίνω», ποιῶ εὐάρεστον, ἡδὺ εἰς τὴν γεῦσιν, τὸν ἄρτον Πλούτ. 2. 668Ε, πρβλ. 661Β˙ ― καθόλου, εὐφραίνω τινά, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
rendre ou faire paraître en même temps agréable.
Étymologie: σύν, ἡδύνω.
Greek Monolingual
Α
1. γλυκαίνω ή νοστιμεύω κάτι («τὸν ἄρτον ὁ ἅλς συνηδύνει», Πλούτ.)
2. μτφ. ευφραίνω, ευχαριστώ κάποιον με τη συναναστροφή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡδύνω «νοστιμίζω, ευφραίνω» (< ἡδύς)].
Russian (Dvoretsky)
συνηδύνω: (δῡ)
1) доставлять удовольствие, радовать (λυπεῖν ἢ σ. Arst.);
2) делать приятным, вкусным (τὸν ἄρτον Plut.): συνηδυσμένη τροφή Plut. вкусно приготовленная пища.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηδύνω [σύν, ἡδύς] helpen op te vrolijken.