συνηδύνω

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηδύνω Medium diacritics: συνηδύνω Low diacritics: συνηδύνω Capitals: ΣΥΝΗΔΥΝΩ
Transliteration A: synēdýnō Transliteration B: synēdynō Transliteration C: synidyno Beta Code: sunhdu/nw

English (LSJ)

   A sweeten or make pleasant to the taste, τὸν ἄρτον Plu.2.668f; -ηδυσμένη τροφή ib.661b, cf. Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l. συνοδευέσθω), Paul.Aeg.2.41.    2 generally, help in cheering, Arist.EN1126b30.

Greek (Liddell-Scott)

συνηδύνω: ἡδύνω, «γλυκαίνω», ποιῶ εὐάρεστον, ἡδὺ εἰς τὴν γεῦσιν, τὸν ἄρτον Πλούτ. 2. 668Ε, πρβλ. 661Β˙ ― καθόλου, εὐφραίνω τινά, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

rendre ou faire paraître en même temps agréable.
Étymologie: σύν, ἡδύνω.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω ή νοστιμεύω κάτι («τὸν ἄρτον ὁ ἅλς συνηδύνει», Πλούτ.)
2. μτφ. ευφραίνω, ευχαριστώ κάποιον με τη συναναστροφή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡδύνω «νοστιμίζω, ευφραίνω» (< ἡδύς)].

Russian (Dvoretsky)

συνηδύνω: (δῡ)
1) доставлять удовольствие, радовать (λυπεῖν ἢ σ. Arst.);
2) делать приятным, вкусным (τὸν ἄρτον Plut.): συνηδυσμένη τροφή Plut. вкусно приготовленная пища.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηδύνω [σύν, ἡδύς] helpen op te vrolijken.