συμπεριπατέω

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπᾰτέω Medium diacritics: συμπεριπατέω Low diacritics: συμπεριπατέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΑΤΕΩ
Transliteration A: symperipatéō Transliteration B: symperipateō Transliteration C: symperipateo Beta Code: sumperipate/w

English (LSJ)

   A walk round or about with, τινι Pl.Prt.314e, Men.117: abs., τοὺς συμπεριπατοῦντας their companions in walking round, Arist. Rh.1409b24, cf. J.Vit.63, Them.Or.22.269b.

German (Pape)

[Seite 986] mit, zugleich, zusammen umhergehen, τινί; Plat. Prot. 314 e; Men. bei D. L. 6, 93; Luc. bis acc. 32.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπᾰτέω: περιπατῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se promener autour de ou circuler avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιπατέω.

Greek Monotonic

συμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω, περπατώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ συμπεριπατοῦντες, σύντροφοι στο περπάτημα, στην πορεία εδώ κι εκεί, συνταξιδιώτες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπᾰτέω: вместе прогуливаться, прохаживаться (τινι Plat., Men., Luc.): οἱ συμπεριπατοῦντες Arst. вместе гуляющие.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιπατέω samen (met...) rondwandelen; met dat. met iem.