ἔτνος

From LSJ
Revision as of 01:07, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτνος Medium diacritics: ἔτνος Low diacritics: έτνος Capitals: ΕΤΝΟΣ
Transliteration A: étnos Transliteration B: etnos Transliteration C: etnos Beta Code: e)/tnos

English (LSJ)

εος, τό,

   A thick soup made with pease or beans, Ar.Ach.246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma.290d; ἔ. πίσινον Ar.Eq.1171; φάκινον Hp. Acut.(Sp.) 53; κυάμινον Gal.Vict.Att.53; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. (ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)

German (Pape)

[Seite 1052] τό, Brei, bes. von Hülsenfrüchten, nach B. A. 10 κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινων, unterschieden von ἀθάρη, w. m. s. Schol. Ar. εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων, Ran. 62. 505 u. öfter; Plat. Hipp. mai. 290 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἔτνος: -εος, τό, πυκνὸς ζωμὸς μετ’ ὀσπρίων, εἶδος πόλτου ἤ χυλοῦ ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Βάτρ. 62, 506, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290D· ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. Ἀποσπ. 178. (ἔτνος ἐν Ἐτυμολ. Μ., Ἡσυχ., κλ.).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
purée de légumes.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].

Greek Monotonic

ἔτνος: -εος, τό, πυκνός ζωμός από όσπρια, σούπα από όσπρια, κουρκούτι, φάβα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔτνος: εος τό похлебка Plat., Arst., Plut.: ἔ. πίσινον Arph. гороховый суп.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: soup of beans (Ar., Hp.).
Compounds: As 1. member in ἐτν-ήρυσις spoon for soup (Ar.; cf. on 1. ἀρύω), ἐτνο-δόνος stirring soup (τορύνη, AP).
Derivatives: ἐτν-ηρός like soup (Ath.; Chantraine Formation 232f.), ἐτν-ίτης (ἄρτος; Ath.; Redard Les noms grecs en -της 89).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. On the connection with Celt., e. g. MIr. eitne kernel (Zupitza KZ 36, 243, Pedersen Vergl. Gramm. 1, 160) s. the objections in Pok. 343. Arm. und soup, corn (Hofmann Et. Wb. d. Griech.) can phonetically not be combined with ἔτνος.