κέγχρων
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a local wind on the river Phasis, Hp.
A Aër.15.
German (Pape)
[Seite 1410] ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρων: ὁ, τοπικός τις ἄνεμος πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.
Greek Monolingual
κέγχρων> ὁ (Α)
τοπικός άνεμος που πνέει στον ποταμό Φάσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τη λ. κέρχνος, με σημ. «βραχνάδα», δεν φαίνεται πιθανή].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέγχρων -ονος, ὁ kenchron (naam van lokale wind bij de rivier de Phasis).
Frisk Etymological English
-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: name of a wind on the river Phasis, which is described as "βίαιος καὶ χαλεπη καὶ θερμή" (Hp. Aër. 15).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Pisani Ist. Lomb. 73, 496 with v. Wilamowitz from κέρχνος hoarseness with metathesis. Schwyzer 487 considers forein origin.