κέρνα
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ἀξίνη, Hsch. II pl. κέρναι, αἱ, transverse processes of the vertebrae, Poll.2.180 (v.l. κέρνα). κέρνα, τά, v. foreg. 11. 2 v. κέρνος.
Greek (Liddell-Scott)
κέρνα: ἡ· «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κέρνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)].———————— (II)
κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α)
στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα
οι πλάγιες εκφύσεις της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερσ-ν-α, πρβλ. κάρηνα (< καρασ-ν-α), κρανίον (< κρασ-ν-). Πρόκειται για την ίδια ρίζα με διαφορετικό φωνηεντισμό (-e-), ο οποίος ανεύρισκεται επίσης στο αρχ. άνω γερμ. hirni «εγκέφαλος» (< kers-n-iyo-m) και το πρωτονορβηγικό hiarsi «κορυφή του κεφαλιού» (< kers-on-)].
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n. pl.
Meaning: the two processes of the vertebrae (Poll. 2, 180).
Other forms: -ναι f. pl.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly taken as *κερσ-ν-α (cf. κάρηνα < *καρασ-ν-α). An exact parallel to κερσ-ν- < IE. *ḱers-n- may be found in the Germanic word for brain, e. g. OHG hirni (< IE. *kers-n-ii̯o-m beside OWNo. hiarsi < *ḱers-on-). Semantically tempting is the comparison with OWNo. huern the two boatshaped white bones in the brain of a fisg(? Fischgehirn), which however like Goth. ƕairnei skull has an initial IE. *kʷ- and belongs to OWNo. huerna cooking utensils etc.; cf. on κέρνος.
2.
Grammatical information: ?
Meaning: ἀξίνη H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 40 from κείρω and so to be separated from κέαρνα (s. on κεάζω) (?); DELG even proposes to read κέαρνα, which seems quite uncertain to me.