κόρυδος

From LSJ
Revision as of 02:19, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

German (Pape)

[Seite 1487] ὁ, u. ἡ κορυδός, s. Schol. Ar. Av. 472, von κόρυς, Kuppen-, Haubenlerche; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.

Greek Monolingual

κόρυδος και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α)
ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς «περικεφαλαία» με επίθημα -δο- (πρβλ. λύγ-δο-ς, ράβ-δο-ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της είναι η ονομ. του ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. σαξ. hiro-t, αρχ. άνω γερμ. hiru-z (< ΙE keru-d-). Με την προσθήκη του επιθήματος -αλ- (πρβλ. αγκ-άλ-η, ομφ-αλ-ός) προέκυψε ο τ. κορυδ-αλ-ός. Ο παρλλ. τ. κορυδαλλός οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].

Frisk Etymological English

(-δός)
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: (crested) lark, Alauda cristata (Ar., Pl., Arist.); enlarged forms with ν- and λ(λ)-suffixes (Chantraine Formation 360f. a. 246f.):;
Other forms: κάρυδοι καρύδαλοι H.
Derivatives: κορυδῶνες pl. (Arist. HA 609a 7; cf. below), κορύδαλ(λ)ος (Arist.; v. l. -αλλός), -αλλός (Theoc., Babr.), -αλλά (Epich., sicil. inscr.), -αλλίς (Simon., Theoc.). PN Κόρυδος, -ύδων, -υδαλλός, -υδεύς (s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132 ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κόρυς helm with δο-suffix (cf. the simlar instances in Schwyzer 508 and Chantraine 359); a t-enlargement perhaps in a German. word for deer, e. g. OS hirot, OHG hiruz (IE. *ḱeru-d-). Cf. with -θ- (as in κόρυθ-): κόρυθος εἷς τις τῶν τροχίλων and κορύθων ἀλεκτρυών H. - The form κορυδῶνες (s. above) can hardly be correct; one expects *κορυδόνες (as χελιδόνες etc.) or evtl. κορύδωνες. - See on κόρυδος etc. Thompson Birds s. κορύδαλος. The form κάρυδος is the older one: α > [ο] before following υ (so not to be corrected, as Fur. 345, who had not seen the rule); so derivation from κόρυς is impossible. Note that -αλ(λ)- is also a Pre-Greek suffix (*-aly-), s. Beekes, FS Kortlandt.
See also: Weiteres s. κόρυς.