μάσκη
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
δίκελλα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 98] ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.
Greek (Liddell-Scott)
μάσκη: ἡ, «δίκελλα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μάσκη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< μακ-σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη].
Frisk Etymological English
Meaning: δέκελλα H.
See also: s. μακέλη