σάθη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A membrum virile, Archil.97 (prob.), Ar.Lys.1119.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, das männliche Glied, Ar. Lys. 1119.
Greek (Liddell-Scott)
σάθη: [ᾰ], ἡ, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
le sexe de l’homme (Archil., AR Lys.).
Étymologie: DELG pê tiré de σαίνω avec le sens de « queue ».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά-νν-ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα -θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θο-ς). Η σημ. της λ. «ανδρικό μόριο» ερμηνεύεται από την ομοιότητα του ανδρικού μορίου με ουρά].
Russian (Dvoretsky)
σάθη: (ᾰ) ἡ Arph. = πόσθη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 'male member' (Ar. Lys. 1119, pob. also Archil. 67).
Compounds: ἀνδρο-σάθων, -σάθης m. name of Priapos (AB, H. a.o.).
Derivatives: σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telecl. a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as πόσθη (?) a.o.; cf. Chantraine Form. 367, also Specht Ursprung 252 f. (not probable). Perh. to σαίνω as "the tail".