ἀττικισμός
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, 1) Anhänglichkeit an Athen, Thuc. 3, 64. 4, 133. – 2) attische Mundart, attischer Ausdruck, Gramm.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti des Athéniens;
2 emploi de la langue attique, atticisme.
Étymologie: ἀττικίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 adhesión al partido de los atenienses op. μηδισμός Th.3.64, cf. IG 22.33.6 (IV a.C.).
2 lingüíst. aticismo, estilo ático καὶ ἐπῄνεις αὐτῆς τὸν ἐπιχώριον ἀττικισμόν Alciphr.4.19.1, ποίησον ἀντὶ τοῦ ποιήσεις· ἐστὶ δὲ Ἀττικισμός Sch.S.OT 543P., cf. Cic.Att.931, Gal.12.971.
Greek Monolingual
ο (AM ἀττικισμός) αττικίζω
τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας
αρχ.
σύμπραξη με τους Αθηναίους.
Russian (Dvoretsky)
ἀττῐκισμός: ὁ
1) приверженность к афинской партии Thuc.;
2) Cic., Quint. = ἀττίκισις.