ὑπέρβασις

From LSJ
Revision as of 20:38, 5 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβᾰσις Medium diacritics: ὑπέρβασις Low diacritics: υπέρβασις Capitals: ΥΠΕΡΒΑΣΙΣ
Transliteration A: hypérbasis Transliteration B: hyperbasis Transliteration C: ypervasis Beta Code: u(pe/rbasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a passing over, ὄρη μόλις ἁμάξῃ μιᾷ καὶ ὀρικῷ ζεύγει τὴν ὑ. βιαζομένοις ξυγχωροῦντα Jul.Or.2.72a; a pass over mountains, Str.4.6.12; passage over a desert, Id.16.2.30.    2 overstepping, of a dislocated joint, Hp.Art.80.    3 καθ' ὑπέρβασιν, of bandaging which gives the appearance of winglets, Gal.18(1).790.    4 'jumping over' an intervening space, Phld.D.3.9.    II metaph., transgression, Thgn.1247.    III Act., = ὑπερβίβασις (nisi hoc legend.), transport across (the Isthmus), τῶν λέμβων Plb.4.19.8.    2 Rhet., transposition, Suid. s.v. Γοργίας (pl.).

German (Pape)

[Seite 1192] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = ὑπέρβατον. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = ὑπερβίβασις.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι ὑπεράνω, Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπεράνω ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., παράβασις, ἁμάρτημα, Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβασις, ἀδικία. κόρος. ἁμαρτία. ὑπερηφανία. παράβασις ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = ὑπερβίβασις (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον), Πολύβ. 4. 19, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de passer par-dessus ou au delà :
1 lieu qu’on franchit, passage de montagne, de rivière, col, gué;
2 dislocation d’un membre;
3 fig. transgression;
II. 1 action de faire passer, de transporter;
2 action d’intervenir ; t. de rhét. hyperbate.
Étymologie: ὑπερβαίνω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. υπέρβαση.

Greek Monotonic

ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, = το προηγ., παράβαση, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρβᾰσις: εως ἡ
1) перевоз, переправа (τῶν λέμβων Polyb.);
2) = ὑπέρβατον.