εὔορμος

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορμος Medium diacritics: εὔορμος Low diacritics: εύορμος Capitals: ΕΥΟΡΜΟΣ
Transliteration A: eúormos Transliteration B: euormos Transliteration C: eyormos Beta Code: eu)/ormos

English (LSJ)

ον,

   A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567.    2 well-moored, εὐόρμων . . πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).

Greek (Liddell-Scott)

εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.

English (Autenrieth)

affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)

Greek Monolingual

εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].

Greek Monotonic

εὔορμος: -ον, 1. αυτός που έχει καλά αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλά αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔορμος:
1) имеющий хорошую стоянку, удобный для причала (λιμήν Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; αἰγιαλός Anth.);
2) мор. хорошо пришвартованный (νῆες Anth.).