εὔτρητος

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρητος Medium diacritics: εὔτρητος Low diacritics: εύτρητος Capitals: ΕΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eútrētos Transliteration B: eutrētos Transliteration C: eytritos Beta Code: eu)/trhtos

English (LSJ)

Ep. ἐΰτρ-, ον, (τετραίνω)

   A well-pierced, λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.Th.863; δόνακες APl.1.8 (Alc.); with many orifices, φλέβια Thphr.Sens.56; porous, σπόγγος Q.S.9.429; πέδον AP6.21.5.

German (Pape)

[Seite 1103] ep. ἐΰτρητος, wohl, künstlich durchbohrt λοβοί Il. 14, 182; δόνακες Alcaeus 10 (Plan. S); – mit großer Oeffnung, χόανος Hes. Th. 863; Theophr.; – viel durchlöchert, σπόγγος Qu. Sm. 9, 429; κάλαμος, von der Flöte, Iulian. Caes. 2 (IX, 365).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρητος: Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) καλῶς τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182· δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8· πρβλ. χόανος· ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56· πορώδης, σπόγγος Κόϊντ. Σμ. 9. 429· πέδον Ἀνθ. Π. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

poét. ἐΰτρητος;
ος, ον :
bien percé, percé avec art.
Étymologie: εὖ, τιτράω.

Greek Monolingual

εὔτρητος και επικ. τ. ἐΰτρητος, -ον (Α)
1. καλοτρυπημένος
2. αυτός που έχει πολλά ανοίγματα, πολλές διόδους
3. πορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρητός (< τετραίνω / τιτράω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

εὔτρητος: Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον (τιτράω), καλά τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· πορώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτρητος: эп. ἐΰτρητος 2
1) искусно проколотый (λοβοί Hom.);
2) с многочисленными отверстиями (κάλαμος Anth.);
3) с большим отверстием (χόανος Hes.);
4) пористый, рыхлый (πέδον Anth.).