κατάχρυσος

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχρῡσος Medium diacritics: κατάχρυσος Low diacritics: κατάχρυσος Capitals: ΚΑΤΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: katáchrysos Transliteration B: katachrysos Transliteration C: katachrysos Beta Code: kata/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A overlaid with gold-leaf, gilded, IG12.280.78, 22.1388.75, SIG1106.125 (Cos, iv/iii B.C.), Onos.1.20, Plu.2.753 f, Luc. Alex.13; κόμη κ. τῇ χρόᾳ Ach.Tat.5.13.    2 metaph., of persons, gilded, Diph.60.1.    3 rich in gold, ψάμμος Poll.7.97.    4 metaph., spurious, Phld.Po.5.15. Adv. -σως speciously, Id.Piet.17.

German (Pape)

[Seite 1392] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. ἐπίχρυσος; διάζωμα Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχρῡσος: -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. διάζωμα Λουκ. Ἀλέξ. 13·- (ἐπίχρυσος, σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, περίχρυσος δὲ χρυσόδετος, δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, χρυσοῦς, «χρυσὸς ἄνθρωπος», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)πλούσιος εἰς χρυσόν, χρυσοφόρος γῆ, «κ. ψάμμος, ὑπόχρυσος γῆ, ἐπίχρυσος κόνις, χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 en or;
2 doré.
Étymologie: κατά, χρυσός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάχρυσος, -ον)
1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος
2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, ολόχρυσος
αρχ.
1. ο πλούσιος σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, χρυσοφόροςκατάχρυσος ψάμμος», Πολυδ.)
2. μτφ. ο επιφανειακά μόνο χρυσός, κίβδηλος, κάλπικος.
επίρρ...
καταχρύσως (Α)
προσποιητά, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

κατάχρῡσος: -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, επίχρυσος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατάχρῡσος: отделанный золотом или позолоченный (διάζωμα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.