αναποδίζω

From LSJ
Revision as of 12:16, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

(I)
ἀναποδίζω)
1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ
2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη
αρχ.-μσν.
κάνω κάποιον να γυρίσει, να στραφεί πίσω, να επιστρέψει
αρχ.
κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον επαναφέρω προς τα πίσω και τον ρωτώ, τον ανακρίνω εξαντλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ποδίζω < πούς.
ΠΑΡ. αναποδισμός
μσν.
ἀναποδιστής
μσν.- νεοελλ.
αναπόδιση (-ις)].
(II)
ανάποδος
1. φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος ή κακότροπος.