αχάριστος

From LSJ
Revision as of 12:38, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἀχάριστος, -ον) χαρίζομαι
αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος
3. (για πρόσωπα) δυσμενής
4. ο ανανταπόδοτος
5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο.
(II)
-η, -ο χαρίζω
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν χαρίσει ή δωρίσει σε κάποιον
2. όποιος δεν χαρίζει τίποτε, ο αφιλότιμος.