επιπλώνω

From LSJ
Revision as of 12:53, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

(I)
εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(-ν). Η λ. επιπλώ, -όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
(II)
ἐπιπλώνω (Μ)
εκτείνω, απλώνω («ἐπήδησεν ὁ λέων, καὶ ἐπιπλώσας τὴν οὐρὰν κατὰ τὰς πλευράς του», Διγ. Ακρ.).