ηνία

From LSJ
Revision as of 13:00, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἡνία, δωρ. τ. ἁνία)
1. ηνίο, χαλινός, χαλινάρι, γκέμι («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», Αισχύλ.)
2. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διοίκηση («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. δερμάτινο λουρί με το οποίο έδεναν τα υποδήματα
2. φρ. στρ. «ἐφ' ἡνίαν» — προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀννία, με απλοποίηση τών δύο -ν- και αντέκταση του α- σε η- < ἀνσία, με αφομοίωση. Η δασύτητα της λ. δεν ερμηνεύεται με βεβαιότητα και μάλλον δεν είναι αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. ē(i)si, ενώ η συσχέτιση με λατ. ānsa «λαβή» και λιθ. āsa, με την ίδια σημασία, δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (ἡνίαι), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. (ἡνία) προφανώς για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως ἡνίαι επιβεβαιώνεται ως αρχικός από μυκηναϊκή a-ni-ja «ηνία» και οργανική πληθ. a-ni-ja-pi.
ΠΑΡ. νεοελλ. ηνιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηνίοχος
αρχ.
ηνιοποιός, ηνιορράφος, ηνιόστροφος, ηνιοστρόφος
(Β συνθετικό) ευήνιος, δυσήνιος, πειθήνιος
αρχ.
ανήνιος, φιλήνιος, χρυσήνιος.
(II)
τα (AM ἡνία, Α δωρ. τ. ἁνία)
πληθ. του ηνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].