ζυγώ
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
(I)
(Α ζυγῶ, -έω) ζυγόν
στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης
νεοελλ.
φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» — παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται πρώτος στο δεξιό άκρο της παράταξης
αρχ.
1. βαδίζω ή παρελαύνω εφ' ενός ζυγού, κατά μέτωπον
2. ταλαντεύω, ζυγίζω, σταθμίζω («το ζυγεῑν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).
(II)
-όω
βλ. ζυγώνω.