διορισμός

From LSJ
Revision as of 13:17, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορισμός Medium diacritics: διορισμός Low diacritics: διορισμός Capitals: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diorismós Transliteration B: diorismos Transliteration C: diorismos Beta Code: diorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division, distinction, Pl.Ti.38c, Arist.EN1134b33, Porph.Abst.3.20.    II logical distinction, Pl.Plt.282c; definition, Arist.SE168a23, al.    III Math., particular enunciation of a problem, Procl. in Euc.p.203 F.    2 statement of limits of possibility of a problem, Apollon.Perg.Con.Praef., Archim.Sph.Cyl.2.4, Phld.Acad.Ind.p.17 M.

Greek (Liddell-Scott)

διορισμός: ὁ, διαίρεσις, διάκρισις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε, Τιμ. 38C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4. ΙΙ. λογική διάκρισις, ὁρισμός, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 6, 1 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 division, distinction;
2 définition.
Étymologie: διορίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I concr.
1 separación (τὸ διάζωμα) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b15.
2 división ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.Ti.38c
división, lote ἀμετάθετος ... ὁ καθ' ἕκαστα διορισμός Chrysipp.Stoic.2.264.
3 gram. signo gramatical relativo a las pausas y separaciones (como el ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.
4 ret. aforismo, aseveración concreta y significativa Rufin.Fig.42.
II en operaciones intelectuales
1 definición τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’ Arist.SE 168a20, cf. APr.33b30, Thphr.Ign.8.
2 distinción, diferenciación Pl.Plt.282e, ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.Hex.8.3.
3 como parte del desarrollo de una proposición lógica determinación τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.Con.4 praef., cf. Archim.Sph.Cyl.2.4, Procl.in Euc.203.4.

Greek Monolingual

ο (AM διορισμός) διορίζω
νεοελλ.
1. τοποθέτηση προσώπου σε υπηρεσία (συνήθ. δημόσια)
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται ο διορισμός
αρχ.-μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διαίρεση, διάκριση
2. λογική διάκριση
3. μαθ. διαπίστωση για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος
4. η διατύπωση ενός προβλήματος.
ο (AM δωρισμός)
νεοελλ.
χρησιμοποίηση δωρικών λέξεων ή τύπων
αρχ.-μσν.
η χρησιμοποίηση της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.

Russian (Dvoretsky)

διορισμός:
1) разграничение, разделение Arst.;
2) разграничение, различение Plat., Arst., Plut.;
3) установление, определение Plat., Arst., Diog. L., Plut.