πολύπλανος

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλᾰνος Medium diacritics: πολύπλανος Low diacritics: πολύπλανος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: polýplanos Transliteration B: polyplanos Transliteration C: polyplanos Beta Code: polu/planos

English (LSJ)

ον,

   A = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].

Greek Monotonic

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλᾰνος: 1) много странствующий, блуждающий: πολύπλανοι πλάναι Aesch. бесконечные скитания;
2) глядящий по всем направлениям, т. е. бдительный (κόραι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπλανος -ον [πολύς, πλανάομαι] veel zwervend:. πολύπλανοι πλάναι vergaande omzwervingen Aeschl. PV 585.

Middle Liddell

πολύ-πλᾰνος, ον, = πολυπλανής, Aesch., Eur.]