ἀδαής
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
ές, (Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;
A βουνομίας -έστερος Pi.Pae.4 27; ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph.827 (lyr.): c. inf., unknowing how to... ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc.κήρ) ib. 1167 (lyr.); οὐκ ἀ. APl.4.84: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. II dark, Parm.8.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδαής: -ές, (* δάω, δαῆναι) = τῷ προηγ., μ. γεν. προσώπου, Ἡροδ. 9. 46· μ. γεν. πράγμ. τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, ὁ αὐτ. 2. 49., 5, 90· ὕπν’ ὀδύνας ἀδαής. Σοφ. Φ. 327 (λυρ.)· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. ὁ μὴ γινώσκων πῶς ἀ... ἀδαης δ᾿ ἔχειν μυρίον ἄχθος (ἐνν. κήρ), αὐτόθ. 167 (λυρ.)· ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· οὐκ ἀδ., Ἀνθ. Ι λαν. 84 - Ἐπίρρ. ἀδαηστί, «χωρὶς μαθήσεως, ἢ μερισμοῦ χωρίς», Ζωναρ. καὶ «ἀδαϊστί, ἀπείρως», Σουΐδ. ΙΙ. σκοτεινός, Παρμεν. 122.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἀδαήμων.
English (Slater)
ᾰδᾰής
1 ignorant c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27)
Spanish (DGE)
(ἀδᾰής) -ές
I 1que no conoce c. gen. τούτων τῶν ἀνδρῶν Hdt.9.46
•gener. c. gen. de cosa ignorante, desconocedor τῶν πρότερον Hdt.5.90, βουνομίας Pi.Fr.52d.27, ὀδύνας S.Ph.827, cf. B.Fr.60.18, Call.Fr.514, οὐκ ἀ. experto, hábil de un escultor IG 13.1018 (V a.C.)
•c. inf. κὴρ ... ἀδαὴς δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος S.Ph.1167
•c. or. de relat. τίς οὕτως ἐστὶν ἀδαὴς ὃς οὐκ οἶδεν; ¿quién es tan ignorante que no lo sepa? Plb.5.33.4, cf. 12.25.9, οὐδ' ἀδαὴς γεγένησαι no estás ignorante X.Cyr.1.6.43.
2 inocente de Adán Orac.Sib.1.43
•de una joven virgen ἀ. κόρη Paus.Dam.10.9, Io.Mal.Chron.2, p.37
•de un potro no domado Clem.Al.Paed.3.12.101.
II que no se puede conocer, oscuro, impenetrable νύκτ' ἀδαῆ Parm.B 8.59.
Greek Monotonic
ἀδαής: -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει κάτι, σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰής: незнающий, несведущий Xen.: ἀ. τινος Her., Soph. незнакомый с кем(чем)-л.
Frisk Etymological English
-ές See also: δαῆναι
Middle Liddell
[*δάω]
= ἀδαήμων, c. gen. pers., Hdt.; c.gen. rei, Hdt.; c. inf. unknowing how to do, Soph.: absol., Xen.