ἐπισπονδή

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπονδή Medium diacritics: ἐπισπονδή Low diacritics: επισπονδή Capitals: ΕΠΙΣΠΟΝΔΗ
Transliteration A: epispondḗ Transliteration B: epispondē Transliteration C: epispondi Beta Code: e)pispondh/

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A treaty made after another, Th.5.32.

German (Pape)

[Seite 981] ἡ, späteres Bündniß, plur., Thuc. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπονδή: ἡ, ἀνανεωθεῖσα ἀνακωχή, ἢ ἣν δύναταί τις νὰ ἀνανεώσῃ. Θουκ. 5. 32, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
traité ou trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.
Étymologie: ἐπισπένδω.

Greek Monolingual

ἐπισπονδή (Α) επισπένδω
ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.

Greek Monotonic

ἐπισπονδή: ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπονδή: ἡ новое или дополнительное перемирие (αἱ δεχέμεροι ἐπισπονδαί Thuc.).

Middle Liddell

ἐπισπονδή, ἡ, ἐπισπένδω
a renewed or renewable truce, Thuc.