ἀστήρικτος
English (LSJ)
ον,
A not supported by a staff, AP6.203 (Lacon or Phil.); unstable, Longin.2.2, 2 Ep.Pet.3.16, Gal.UP2.15, al.; ἀ. λογισμοῦ Vett.Val.242.3; not remaining still, of persons, Nonn.D.10.14, al.; of water, ib.32.8, al.
German (Pape)
[Seite 376] nicht gestützt, Philp. 9 (VI, 203); schwach, Sp.; von einem Kinde Nonn. 9, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστήρικτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων στήριγμα, ὁ μὴ σταθερός, ἀσταθής, ἀνερμάτιστος, Ἀνθ. Π. 6. 203, Λογγῖν. 2. 2, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soutenu, sans appui.
Étymologie: ἀ, στηρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no necesita bastón de pers. πέμπειν μιν ἀστήρικτον ἡσθεῖσαι AP 6.203 (Lacon. o Phil.).
2 inestable de pers., 2Ep.Petr.3.16, Nonn.D.10.14
•de cosas, Longin.2.2, Gal.3.144, 18(1).415, Hsch.
3 fig. que no tiene consistencia de abstr. διάνοια ἀ. Vett.Val.231.29.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of στηρίζω; unfixed, i.e. (figuratively) vacillating: unstable.
English (Thayer)
ἀστήρικτον (στηρίζω), unstable, unsteadfast: 2 Peter 3:16. (Anthol. Pal. 6,203, 11.)
Greek Monotonic
ἀστήρικτος: -ον (στηρίζω), αυτός που δεν είναι σταθερός, ασταθής, σε Ανθ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστήρικτος: 1) не нуждающийся в опоре (γρῆϋς Anth.);
2) лишенный опоры (ψυχαί NT).