συσπειράομαι

From LSJ
Revision as of 13:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monotonic

συσπειράομαι: παρακ. -εσπείραμαι — Παθ.·
1. λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη (βλ. σπεῖρα II), σε Ξεν.· συσπειράομαι ἐπὶ τόπον, βαδίζω σε πυκνή παράταξη προς κάποιον τόπο, στον ίδ.
2. περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για φίδι, σε Λουκ.

Middle Liddell

perf. -εσπείρᾱμαι
1. Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), Xen.; ς. ἐπὶ τόπον to march in such order to a place, Xen.
2. to be coiled up, Luc.