ὑφήσσων

From LSJ
Revision as of 13:08, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφήσσων Medium diacritics: ὑφήσσων Low diacritics: υφήσσων Capitals: ΥΦΗΣΣΩΝ
Transliteration A: hyphḗssōn Transliteration B: hyphēssōn Transliteration C: yfisson Beta Code: u(fh/sswn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lesser stature, Hes.Sc.258.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφήσσων: -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ ἀνάστημα, ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔτι πέλειν μεγάλη θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ ὑφήσσων καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν ἐσφαλμένως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu plus petit.
Étymologie: ὑπό, ἥσσων.

Greek Monolingual

ὑφήσσον, Α
ο κάπως πιο κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].

Greek Monotonic

ὑφήσσων: -ον, γεν. -ονος, κάπως κατώτερος ή μικρότερος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφήσσων: 2, gen. ονος несколько меньший Hes.

Middle Liddell

ὑφ-ήσσων, ονος,
somewhat less or smaller, Hes.