χάλκασπις
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A with brazen shield, of warriors, Pi.O.9.54, B.10.62, Ibyc.3.31 Diehl, E.HF795 (lyr.); epith. of Ares, Pi.I.7(6).25, E.IA764 (lyr.); of Heracles, S.Ph.727. II οἱ χ., a corps in the Maced. army, Plb.2.66.5, al., Plu.Sull.16. III of one who ran the armed foot-race (ὁπλιτοδρόμος), Pi.P.9.1.
German (Pape)
[Seite 1329] ιδος, mit ehernem Schilde; Ἄρης Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; ἀνήρ Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18.
Greek (Liddell-Scott)
χάλκασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χαλκῆν ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Πινδ. Ο. 9. 80, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 795· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεος, Πινδ. Ι. 7. (6). 35, Εὐρ. Ι. Α. 764· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Φιλ. 726· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5115. ΙΙ. οἱ χαλκάσπιδες, σῶμά τι ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, Ἀθήν. 194D. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὸν ἔνοπλον ἀγῶνα δρόμου (ὁπλιτοδρόμος) Πινδ. Π. 9. 1.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d’airain ; οἱ Χαλκάσπιδες, les Khalkaspides, corps de troupes macédonien.
Étymologie: χαλκός, ἀσπίς.
English (Slater)
χάλκασπῐς
1 with bronze shield χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (of the Opuntians) (O. 9.54) χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν Τελεσικράτη (in the hoplite race) (P. 9.1) χάλκασπις Ἄρης (I. 7.25)
Greek Monolingual
-άσπιδος, ὁ, Α
1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.)
2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.)
3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες
σώμα του μακεδονικού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ασπις (< ἀσπίς, -ίδος), (πρβλ. χρύσ-ασπις)].
Greek Monotonic
χάλκασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα, σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χάλκασπις: ιδος adj. вооруженный медным (бронзовым) щитом (Ἄρης Pind., Eur.; ἀνήρ Soph.): οἱ χαλκάσπιδες Polyb., Plut. вооруженные бронзовыми щитами (род войск в Македонии).
Middle Liddell
χάλκ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with brasen shield, Pind., Soph.:—of one who ran the armed footrace, Pind.