φιλοπότης

From LSJ
Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπότης Medium diacritics: φιλοπότης Low diacritics: φιλοπότης Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: philopótēs Transliteration B: philopotēs Transliteration C: filopotis Beta Code: filopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented -πότων), Ath.10.430c.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].

Greek Monotonic

φῐλοπότης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπότης: ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.

Middle Liddell

φῐλο-πότης, ου, ὁ,
a lover of drinking, fond of wine, Hdt., Ar.