Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορυθαίολος

From LSJ
Revision as of 13:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek (Liddell-Scott)

κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.

English (Autenrieth)

with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)

Greek Monolingual

κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].

Greek Monotonic

κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.

Middle Liddell

κορῠθ-αίολος, ον
with glancing helm, Il.