ἀποπάλλω

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπάλλω Medium diacritics: ἀποπάλλω Low diacritics: αποπάλλω Capitals: ΑΠΟΠΑΛΛΩ
Transliteration A: apopállō Transliteration B: apopallō Transliteration C: apopallo Beta Code: a)popa/llw

English (LSJ)

   A hurl or cast, βέλη Luc.Am.45; radiate, αὐγήν J. BJ5.5.6:—Pass., rebound, Epicur.Fr.293; ἀ. πάλιν Arist.Pr.891a3, cf. Plu.Alex.35, S.E.M.10.73, etc.

German (Pape)

[Seite 318] wegschleudern, Luc. Amor. 45; pass., abprallen, Arist. Probl. 9, 14; Plut. Alex. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάλλω: πάλλω τι καὶ ἐξακοντίζω αὐτό, ῥίπτω, βέλη Λουκ. Ἔρωτ. 45: - Παθ. , πηδῶ ὀπίσω, ἀνακόπτομαι, τινάσσομαι ὀπίσω, ἀπ. πάλιν Ἀριστ. Προβλ. 9. 14, 1, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 35.

French (Bailly abrégé)

faire rebondir ; Pass. rebondir, être réfléchi ou répercuté.
Étymologie: ἀπό, πάλλω.

Spanish (DGE)

1 lanzar, arrojar βέλη Luc.Am.45
irradiar αὐγήν I.BI 5.222, en v. pas. ἀποπαλλομένας ... τὰς αὐγάς Cleom.2.4.101, φλόγα ... ἀποπαλλομένην Emp.A 57.
2 en v. med. rebotar πάλιν hacia atrás Arist.Pr.891a3, de trozos de una piedra, Epicur.293U., ἀποπάλλεσθαι ... τι σκληρὸν ἀφ' ἑτέρου σκληροῦ Gal.9.306, ἡ χεὶρ ἀφίσταται τῆς ἀποπαλλομένης σφαίρας S.E.M.10.73, cf. Plu.Alex.35, Gal.1.418 (= Democr.A 49), Ph.1.610.

Greek Monolingual

ἀποπάλλω (Α)
1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
2. τινάζομαι πίσω, αναπηδώ.

Greek Monotonic

ἀποπάλλω: πάλλω κάτι και το εξακοντίζω, ρίχνω, εκσφενδονίζω, σε Λουκ. — Παθ., ανακόπτομαι, τινάζομαι πίσω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπάλλω: 1) бросать, метать (βέλη δι᾽ εὐστόχου δεξιᾶς Luc.);
2) pass. отскакивать (πάλιν Arst.; ἐκπηδᾶν καὶ ἀποπάλλεσθαι Plut.).

Middle Liddell


to hurl, Luc.:—Pass. to rebound, Plut.